Στ’ όνειρο μου ήταν πάλι το Λουξεμβούργο. Στην πίσω θέση του ταξί, μιλώντας γερμανικά στον οδηγό, εξηγώντας την τοποθεσία του σπιτιού όπου μεγάλωσα. Επόμενη σκηνή: ένα δωμάτιο, αχούρι, και δεν ξέρω από πού να το πιάσω για να τακτοποιήσω. Στο τηλέφωνο ο ιδιοκτήτης του αμαξιού που νοικιάζω, το θέλει για μια μέρα, σήμερα, να του το φέρω. Σε αυτούς τους ήρεμους δρόμους ζει ακόμα η Ίλια, η αρχαιότερη φίλη που κρατάω επαφή.
Για εκατοστή φορά στο Παρασκήνιο λίγο πριν εκπνεύσει το έτος. Είναι ‘δω για τις γιορτές. Με χαιρετάει θερμά, λίγο αμήχανα, βλεπόμαστε κάθε ενάμιση χρόνο, λέμε τα σημαντικά· το πρόσωπό της έχει ωριμάσει απ’ την τελευταία φορά που την είδα, όμως παραμένει το ίδιο κορίτσι που γνώρισα στα δέκα μου, το βλέπω, το διακρίνω στην επιλογή των λέξεών της. Πίνουμε πρώτα τσάι, μετά μπύρα. Στις έξι το ξημέρωμα πετάει, επιστρέφει Λουξεμβούργο για να αλλάξει χρονιά.
Έχει δουλειά, έναν πρώην, συγκατοικεί με τη μαμά της, την πρώην δασκάλα μου, έχει παρέες, Έλληνες και ξένους, παρεξηγιούνται καμιά φορά, απομακρύνονται, πληγώνονται, ξανασμίγουν. Τα μάτια της προδίδουν μέστωμα, όχι πρόωρο, μόνο το σωστό, όσο χρειάζεται, η Ίλια, μια νεαρή γυναίκα, η αρχαιότερη φίλη μου. Την κερνάω, όταν ξανάρθει Ελλάδα θα με κεράσει εκείνη.
«Es liegt in der Nähe von Cactus, dem Supermarkt» λέω στον ταξιτζή από την πίσω θέση. Μου μιλάει στ’ αγγλικά ελπίζοντας να συνεννοηθεί. Μιλάει άψογα, παράξενο για Λουξεμβούργο. Δεν φτάνουμε κάπου, απλά περιπλανιόμαστε στους ήρεμους δρόμους.
«Rue du Federspiel» του λεω, η οδός του Πτεροπαιγνίου, εκεί όπου μεγάλωσα, απέναντι από ένα νοσοκομείο, δίπλα στη μεγάλη διασταύρωση. Δεν βρίσκω στο μυαλό μου την περιοχή, δεν του τη λέω. Νομίζω όμως κατάλαβε.
«Ach so!» και με πάει προς τα ‘κει.
Το δωμάτιο είναι σκοτεινό· για να ανάψω το φως πρέπει να συνδέσω τη λάμπα. Όμως δεν φτάνει το καλώδιο στο πολύπριζο. Πρέπει να κινήσω πράγματα, να φέρω τη λάμπα κοντά. Αλλά δεν βλέπω καλά, είναι σκοτάδι· κουνάω πράγματα στα τυφλά, προσπαθώ, μπουρδουκλώνομαι, προσπαθώ, σκοντάφτω, με παίρνει ο ενοικιαστής τηλέφωνο, θέλει το αμάξι του σήμερα, μόνο για σήμερα, καλά που μπορώ να του το δώσω, μέσα σε τέτοιο μπουρδούκλωμα πού να κάνω συνεννόηση, εντάξει, μόνο που δεν σκέφτομαι ότι δεν θα ‘χω όχημα για να επισκεφτώ το παιδικό μου σπίτι, εκεί όπου μεγάλωσα, εντάξει, θα πάρω ταξί.
Η Ίλια αναφέρει τα άτομα που κάνουν παρέα στο Λουξεμβούργο απαριθμώντας. Έχουν δημιουργηθεί συμπάθειες, ίντριγκες, γκομενικά, φιλίες. Τα ονόματα βγαίνουν απ’ το στόμα της ένα ένα καθώς ξεδιπλώνει ιστορίες· συνθέτουν πάνθεον από ανθρώπους άλλης γης για ‘μένα, μιας ξένης χώρας, το παρελθόν, σαν να αναδύονται απ’ όνειρο βαθιά ξεχασμένο· κι όμως ζουν ζωή, χωρίς όμως την Ίλια δεν θα ήξερα καν ότι συνεχίζουν να υπάρχουν μετά από ‘μένα. Ζουν μια ζωή.
Όλους αυτούς τους ανθρώπους που αναφέρει, ναι, τους ξέρω, είναι κάπως ελεεινοί. Έπρεπε όλων τις φάτσες ν’ αναδιατάξω και νέο όνομα να δώσω.
⁂
Ξεσκονίζω το χώμα απαλά, ξεσκονίζω το απαλό χιόνι, σκύβω ευλαβικά. Γύρω καταχνιά και κρύο. Απέραντη ερημιά, βράχοι, νηνεμία, λευκό χιόνι, πάγος. Σκάβω με αργές κινήσεις. Ξεπροβάλλει η άκρη του, φτιαγμένη από γρανίτη. Ψηλαφίζω.
«Πρέπει να το βγάλουμε. Θα εμποδίσει το καρναβάλι» ακούγεται κάποιος.
Τον ξεθάβουμε, με φτυάρια, ελαφριές κινήσεις, και ξάφνου μπροστά μας πελώριος. Ένας μονόλιθος, τριγωνικός. Τον περιεργάζομαι με τα μάτια· το ύψος και ο όγκος του είναι σαν μεγάλη πυραμίδα. Ορθώνεται στο βλέμμα με χρώμα από ασήμι και λείος, κομψός, αρχέγονος, αμετατόπιστος.
Τον κοιτάω· με καλεί κοντά του. Με θέλει κοντά του. Έχει να μου πει. Αντιστέκομαι στη φωνή του. Πιάνω το κεφάλι μου. Αντιστέκομαι και φεύγω. Τρέχω μακριά. Πάω να περιπλανηθώ στην έρημο που θα φέρει το καρναβάλι απ’ τα σπλάχνα της.
Πέρασε καιρός αλλά δεν άργησα να ξαναβρεθώ μπροστά του. Η λιτή γραμμή του, η ορυκτή λειότητα του έχει αλλάξει μορφή, αυτή η άψογη πυραμίδα με τα εγκεκριμένα σκαλίσματα, έχει γίνει μηχανοποιημένος, φτιαγμένος από καλάμι και ξύλο, σαν να σφύζει, καλοκαιρινός, πατώματα, επίπεδα, ανισόπεδος, τεράστιος. Μια μηχανή φτιαγμένη τροπικά.
Τριγύρω του κινείται το καρναβάλι όπως ο ίδιος. Τ’ άστρα κρύβονται στον ουρανό, ο ήλιος καίει, η μάντισσα δεν προφητεύει μα μόνο τραβάει τα πράγματά της μέσα, όλοι εκτός από έναν Κάιν και Άβελ ερωτοτροπούν, ο καμπούρης του καθεδρικού απέχει, και ο καλός Σαμαρίτης ντύνεται φανταχτερά, έτοιμος για ό,τι είναι να παρέλθει. Πλήθος κόσμου γεμίζει τις εκτάσεις και τις καλαμιές γύρω από τον γρανιζόμενο μονόλιθο.
Η όψη του απ’ το πολύβουο έδαφος κάτω. Μια κατασκευή που ξαμολιέται. Ξετυλίγεται σταδιακά στο είδωμα σαν θαύμα. Πλησιάζω. Ανεβαίνω στη στενή σκάλα που η ροή της μόνο πάνω πάει. Είναι ένας κινητήρας, από ξύλο και καλάμι φτιαγμένος. Μήδε προσπαθεί να κρυφτεί, μήδε ξεμένει από κινητά μέρη. Κινείται, όπως κι εγώ, κινούμαι. Ο μονόλιθος. Μες τον λαβύρινθο μοχλών του μπαίνω μέσα, γιατί είναι σαν την κατασκευή του να πολλαπλασιάζω. Θα ‘πρεπε να ‘ναι ακίνητος ήδη. Αλλά κινείται. Όπως και εγώ, κινούμαι.
Πιάνω κορυφή. Κοιτάω ολόγυρα πανοραμικά προς το έδαφος· παζάρια, χοροί, συρροή, χρώματα, πλήθη και πλήθη, μάσκες, ζώα, όργανα, τυμπανοκρουσίες.
Μια μικρή οθόνη στο μέγεθος της παλάμης, μακρόστενη, εντοιχισμένη, μου τραβάει την προσοχή. Τυπώνει ψηφία. Κάτι προσπαθεί να μου πει. Προσπαθεί να μου μιλήσει.
Μένω πάνω ‘κει. Ο ξύλινος πολυτροπικός μονόλιθος διεργάζει τον εαυτό του. Κάποιος καρναβαλιστής βαράει διπλό λεπίδι στη ματωμένη παλάμη του και έτσι παίζει μουσική. Ολοένα και δυναμώνει, μέχρι που μοιάζει βουητό να ‘ναι στ’ αυτιά μου. Για μια αστραπιαία στιγμή το αντιλαμβάνομαι, τι μου λέει ο μονόλιθος: είναι το Λουξεμβούργο.
⁂
Ο σύζυγος της κ. Μαρίας, ο κ. Ανδρέας, έχει πάρκινσον και δυσκολεύεται να πιάσει το τιμόνι. Κάθομαι στην πίσω θέση και παρατηρώ. Οδηγεί με τους καρπούς του. Τα χέρια του φαίνονται να έχουν δυσκολία συντονισμού στη λεπτή κίνηση, να κάνουν χούφτα ή να πιάσουν. Η εικόνα είναι ελκυστική. Έχει μια χάρη ο τρόπος του, οι κινήσεις του είναι άγαρμπες όμως μετρημένες, είναι σαν να ‘χει φτιάξει μια σχέση μπαλέτου με το τιμόνι, είναι ο ίδιος λεπτεπίλεπτος, καθώς χειρίζεται τις στροφές με χορογραφημένες και μελετημένες κινήσεις, σαν να δημιουργεί καινούργιο λεξιλόγιο οδήγησης, ένα σύμπαν κινήσεων για το τιμόνι. Είναι εξαιρετικά όμορφο.
Οδηγεί το καινούριο αμάξι του αδερφού μου, ο οποίος κάθεται στου συνοδηγού. Παρατηρώ από την πίσω θέση τη συνομιλία τους, αμέτοχος. Του λέει για το αμάξι, ιδιαιτερότητες, πράγματα που έχει παρατηρήσει τα πέντε χρόνια που το ‘χει. Ο αδερφός μου, ο Κωνσταντίνος, είναι συγκαταβατικός, ρωτάει σε σημεία περισσότερα, όμως φαίνεται ότι είναι ανυπόμονος να οδηγήσει και ο ίδιος το καινούριο του αμάξι.
Του το αφήνει σε φιλική τιμή, ένα Kia Stonic του 2017. Η κ. Μαρία και ο κ. Ανδρέας αγαπούν πολύ τη μητέρα μας και πουλούν το αμάξι σ’ ευνοϊκή τιμή στον αδερφό μου. Είναι αυτόματο, αναπαυτικό, ωραίο.
Τι καλύτερη ιδέα, σκέφτηκε ο αδερφός μου, απ’ το να πάμε με πτήση εκεί, να κάνουμε τη γραφειοκρατία και να το φέρουμε Ελλάδα· φυσικά μοιράζοντας την οδήγηση στα δύο. Πώς θα μπορούσα να πω όχι;
Ο κ. Ανδρέας φρενάρει. Παρκάρουμε έξω απ’ την υπηρεσία μεταβιβάσεων. Όλα γυαλίζουν, τόσο έξω όσο και μέσα. Είναι ένα μικρό κτίριο που μοιάζει γι’ αυτό που είναι. Σου παίρνει τρία λεπτά να συντονιστείς με το σύστημα εξυπηρέτησης τους, όμως μετά μοιάζουν όλα τόσο εύκολα. Οθόνες σε καθοδηγούν στον αρμόδιο υπάλληλο ο οποίος εκ μαγείας ξέρει τα πάντα, ακόμα και για μια σπάνια διαδικασία όπως αυτή της πώλησης μεταξύ κρατών. Η Λούξα υπάλληλος είναι μια πενηντάρα με κοντό ξανθό μαλλί, όπως όλες οι Λούξες, ευγενική όμως απόμακρη, όπως όλες οι Λούξες. Ο τόνος της είναι αυστηρός ωστόσο απαλός· και για ‘μένα τόσο οικείος.
Όταν είσαι παιδί στο Λουξεμβούργο κανείς δεν σου μιλάει σαν να είσαι παιδί, παρά επιλέγουν να σε ανυψώσουν στο επίπεδό τους, κάτι που νιώθεται αυστηρό αλλά και ιδιαίτερα λυτρωτικό. Όταν είσαι ενήλικας στην Ελλάδα, όλοι σου μιλάνε σαν να είσαι παιδί. Ρωτώντας σε, «με καρτούλα θα πληρώσετε;».
Η αυστηρότητα αυτή των Λούξων ταιριάζει στην καταπράσινη πόλη τους. Οι τρομερές ή ατελείωτες ημέρες βροχής σκορπίζουν βλάστηση παντού. Πυκνά, γερά και γεμάτα φύλλα. Ο σεβασμός που δείχνουν στα πεζοδρόμια, δηλαδή την επέκταση των σωμάτων τους, η αξιοπρέπεια και γαλήνη, νερό που πέφτει αδιάκοπα όλον τον χρόνο, ρίζες που ρουφούν και πρασινότοποι που ξεπηδούν.
Υπογράφουν. Η Λούξα μας συγχαίρει χλιαρά, και ο κ. Ανδρέας αναφωνεί:
«Τώρα είναι δικό σου.»
Φεύγουμε γι’ απέναντι που κάποιος θα μας δώσει προσωρινές πινακίδες. Τις αλλάζουμε. Κι έτσι πάμε με τον κ. Ανδρέα σ’ ένα κοντινό εστιατόριο όπου τρώμε ήπιο φαγητό και συζητάμε, λίγο καθόμαστε όμως γιατί έτσι κάνεις στα λούξικα εστιατόρια, και τον πετάμε σπίτι, αυτήν τη φορά εκείνος στου συνοδηγού, εγώ ακόμα στην πίσω θέση. Τώρα πια δεν είχε αμάξι να γυρίσει. Τον ευχαριστούμε, τον αποχαιρετάμε και έτσι ξεκινάει το ταξίδι της επιστροφής.
⁂
Πριν αναχωρήσουμε, θέλουμε να πούμε ένα γεια στο παλιό μας σπίτι. Το αναβάλλουμε όμως, βολτάροντας στο κέντρο της πόλης, ανάμεσα σε μέρη άγνωστα, γνώριμα μιας παλιάς οικειότητας χαμένης. Βρισκόμαστε μέσα σε μια παιδική ανάμνηση. Η φαντασία είναι στερεμένη ενήλικες που είμαστε. Οι εικόνες έχουν απομαγευτεί, οι δρόμοι, τα μαγαζιά, η θέα, τα φαγητά. Μακρινά αλλά όχι ξεχασμένα, ίδια και απαράλλαχτα. Περισσότερο απ’ όλα αγγίζω τα τοπικά εδέσματα και είναι σαν να ‘ναι τοπικά στην ψυχή μου, σαν κομμάτι του παζλ, πάντα ‘κεί συνθέτοντας εικόνα όμως λείπει, μια γεύση εντός μιας γεύσης, μιας μικρής χώρας, κρατιδίου, εντός μιας ηπείρου. Την τελευταία φορά που τ’ άγγιξα ήμουν έντεκα χρονών, ή δέκα, αλλά αυτά δεν άλλαξαν.
Φεύγουμε απ’ το κέντρο· οδηγούμε. Τώρα πια εγώ στου συνοδηγού, και σε λίγο στου οδηγού. Κάτι ακόμα πρέπει να σκεφτούμε πριν να γυρίσουμε στο σπίτι όπου μεγαλώσαμε. Κι έτσι αποφασίσαμε να πάμε στον Κάκτο.
Φτάσαμε και περιηγηθήκαμε στο μεγάλο σούπερ μάρκετ-εμπορικό. Εφοδιαστήκαμε για το μεγάλο ταξίδι προς τον νότο το οποίο θα ξεκινούσε σήμερα κιόλας εφόσον πρώτα επιλέγαμε να μας στοιχειώσει, ίσως και για τελευταία φορά στη ζωή μας, το μέρος που φιλοξένησε κάποιες, σαν αιώνες πριν, εκδοχές του είμαστε. Αγοράσαμε υγρά, εβιάν, σνακ, φορτιστή αυτοκινήτου, τυράκια, κι άλλα. Νιώσαμε έτοιμοι για την τελευταία στάση πριν την αναχώρηση, το σπίτι μας, το στοιχειό.
Πριν αναχωρήσουμε απ’ το μάρκετ με χτύπησε μια ιδέα τρομάζοντάς με. Μ’ έφερε να διασχίζω τους διαδρόμους του εμπορικού με μεγάλη ανησυχία, συνοφρυωμένος και σ’ αναστάτωση, ώσπου, από μακριά το είδα να στέκεται ακίνητο, σαν πυραμίδα, αιώνιο τρίγωνο, αρχαίο, άθικτο, μονόλιθος, ένα κομμάτι τυρογλυκό αλά Κάκτος, μια τηλεμεταφορά στον χρόνο, σκονισμένο μ’ επιφορτίσεις, το αγαπημένο του μπαμπά μου. Το κοιτάζω σαστισμένος, ίδιο μετά από τόσα χρόνια. Το βγάζω φωτογραφία· του το στέλνω σε μήνυμα χωρίς σχόλιο· εντυπωσιάζεται, ζητάει να του φέρω ένα.
«Θα έχει χαλάσει μέχρι να γυρίσουμε μπαμπά.»
⁂
Είναι να βρεθούμε στις εννιά. Έχει έρθει για λίγες μέρες και είναι ευκαιρία. Συναντηθήκαμε πριν έναν μήνα που ήταν ‘δω για τις γιορτές. Μου στέλνει για να συνεννοηθούμε. Αύριο φεύγει πάλι για Λουξεμβούργο. Είναι κουρασμένη, αλλά το ‘χει να βρεθούμε. Της το ακυρώνω· η Ελένη, που τα ψιλοέχουμε, περνάει κρίση, συναισθηματικά, και θέλω να της συμπαρασταθώ. Βρίσκεται στο Περού, θα κάνουμε βιντεοκλήση, δεν νιώθει καλά. Ζητάω απ’ την Ίλια κατανόηση για το θέμα· κατανοεί, θα έρθει άλλωστε ξανά σύντομα ‘δω για τις γιορτές, ίσως.
⁂
Θα μπορούσε να ‘ναι και στάχτες. Πώς να ‘χει μείνει κάτι απ’ αυτό;
Η όψη απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο. Ένας τάφος που ξεσηκώνεται. Ξεδιπλώνεται αργά στην όραση σαν χρέος. Πλησιάζουμε. Βηματίζουμε στον διάδρομο της εισόδου του που η ανάμνησή του μόνο μ’ όνειρο έχει μοιάσει. Είναι ένα κτίριο, σαν όλα τ’ άλλα. Μήδε ξεσκεπάζεται απ’ το πέπλο, μήδε στριφογυρνάει μανιασμένο. Ζει όπως εμείς ζούμε. Το σπίτι μας, το σπίτι μου. Στο οποίο δεν επιστρέφω, γιατί θα ‘ταν σαν να μπαίνω στον τάφο. Θα ‘πρεπε να ‘ναι στάχτες από τότε μέχρι σήμερα, ήδη. Αλλά ζει. Όπως και εμείς, ζούμε.
⁂
Καθόμαστε με τον Γιάννη στο σπίτι μας και βλέπουμε italian brainrot. Του έχω πει δεκάδες φορές ότι δεν μ΄ ενδιαφέρει αυτό το πράγμα, αλλά αυτός συνεχίζει. Μάστιγα, αλλά ξεκαρδιζόμαστε. Σκρολάρει, γελάει, μας απαλλάσσει από κάθε ενδιαφέρουσα σκέψη. Προετοιμαζόμαστε για σήμερα: έχει κανονίσει μάχη ο Metaman με τον Δόκτορα Ρέηβ. Μας χρειάζεται.
⁂
Και φύγαμε κατευθείαν τρεχάτοι στο καινούριο αμάξι του Κωνσταντίνου, απ’ αυτά που σε βάζουν στη λωρίδα αν πας να βγεις, αλλά μόνο αν τρέχεις πάνω από εξήντα, όπως και κάνουμε έχοντας περάσει ήδη τα σύνορα και μπαίνοντας Γαλλία, χωρίς αποχαιρετισμό στο πολυσύλλαβο Λουξεμβούργο, και παίρνω το τιμόνι να το τρέξω λίγο εγώ τ’ αμάξι, και χωρίς καθυστέρηση ή στάση, ούτε για κατούρημα, έχουμε κατέβει ήδη Ελβετία όπου μας συναντάει το σαραντάευρο διόδιο που πληρώνεις μια και έξω και μετά κυκλοφορείς για έναν χρόνο ελεύθερα, αρκεί να συμμορφώνεσαι με τα αυστηρά όρια ταχύτητας, όπως και με συνετίζει ο Κωνσταντίνος γιατί συνεχώς φτάνω στην κόψη του ξυραφιού, ενώ πολύ γρήγορα, παρά την ασφυκτική απαγόρευση για πάνω από ογδόντα, φτάνουμε στη Λουκέρνη που ‘χει λίμνη, κάστρο, πύργο, δροσιά στην οποία ευχαριστώ θα της πούμε παρακάτω όταν αγγίξουμε Ιταλία, αλλά για τώρα περπατάμε στα πέτρινα σοκάκια της ελβετικής πόλης, τρώμε πρόχειρα και καταλήγουμε σ’ ένα κοντινό βουνό που βρήκαμε κατάλυμα να περάσουμε το βράδυ, ο ύπνος καλύτερος από κακός και η αναχώρηση δεν αργεί πριν από ένα πλούσιο πρωινό, και τώρα οδηγεί ο Κωνσταντίνος και περνάμε θόρατα βουνά και στροφές της Ελβετίας προσεγγίζοντας τα σπουδαία τούνελ που τη συνδέουν με της Ιταλίας τον βορά και συνήθως η κίνηση, ειδικά το καλοκαίρι όπως τώρα, φτάνει το άνετο τετράωρο σημειωτόν, ο Κωνσταντίνος κουράζεται στο σταμάτα-ξεκίνα και εκνευρίζεται ακόμα περισσότερο όταν στην πλευρά της Ιταλίας πια έχω πάρει εγώ τη θέση του οδηγού και ξεχύνομαι μ’ εκατοτριάντα ή εξήντα, δοκιμάζοντας το KIA στον ιταλικό αυτοκινητόδρομο που ίδιος μοιάζει με τον ελληνικό και φτάνουμε στη Λίμνη Κόμο, και φτάνουμε στη Φλωρεντία, και κοιμόμαστε λίγο πιο νότια σ’ ένα παλάτσο, πριν φτάσουμε στη Σιένα και βολτάρουμε στην Τοσκάνη τριγυρνώντας με τ’ αμάξι, κάνοντας δηλαδή όλη αυτήν τη διαδρομή που έκανα με τους γονείς μου στην πίσω θέση, κάθε καλοκαίρι για να κατέβουμε Ελλάδα, σταματώντας σε πολλές πόλεις της Ιταλίας, όλες γνώριμες από κάπου, Ραβένα, Πίζα, Βερόνα, Μπολόνια, και τελευταία η Ανκόνα που μας πάει Πάτρα με δύο νύχτες ύπνο στο καράβι, αλλά με τον Κωνσταντίνο κατεβαίνουμε ακόμα νοτιότερα, πιο κάτω, νοτιότερα και απ’ τη σκιά μας, στις καίριες διανοίξεις, μετά από τόσες μέρες ταξιδιού και βόλτας, προκειμένου να περάσουμε απέναντι στην Ηγουμενίτσα, φτάνουμε στο λιμάνι στης Ιταλίας το Μπάρι.
⁂
Επαναπατρισμένος και προέφηβος, γυρνώντας για να κάνω γυμνάσιο στην Ελλάδα, αποκομμένος απ’ την παρέα μου, από κάθε έναν απ’ τους φίλους μου, όσους είχα στο Λουξεμβούργο, και αυτοί να συνεχίζουν. Χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα το γεγονός της απουσίας μου για μια παρέα ακόμα ακέραια εν συνόλω παρότι ένα μέλος της αγέλης έφυγε, δομή και παραμένει δομή.
Αναρωτιέμαι όμως αν πένθησαν κάποια στιγμή όπως εγώ. Αναρωτιέμαι αν είχα μείνει εκεί πώς θα τους είχα αλλάξει, αναρωτιέμαι πώς θα είχα διαμορφωθεί εγώ. Εγώ πένθησα, αλλά μόνος μου. Ίσως και για ‘κείνους που ήμασταν πιο κοντά να τους στοίχισε, οι κολλητοί μου, στον καθένα ατομικά όχι συλλογικά όμως. Ίσως ο καθένας να πένθησε ιδιωτικά χωρίς εκδήλωση όπως εγώ, ο Μίμης, ο Θανάσης, ο Δαυίδ· ποιος ξέρει τι να απέγιναν.
Ναι, τι να ‘χει μείνει απ’ αυτήν την παιδική παρέα; Στάχτη.
⁂
Η εγκατάλειψη ήταν αποφασισμένη και η άφιξη στην Αθήνα σημαδεύτηκε απ’ τον θάνατο της γιαγιάς μου που ίσα είχα προλάβει να γνωρίσω.
Εκείνο το απόγευμα κοιμόμουν στο ραντζάκι του προσωρινού σπιτιού μας. Έπνιξα το κλάμα στο μαξιλάρι σκεπτόμενος τη γιαγιά μου. Αλλά στ’ αλήθεια έκλαιγα τους φίλους μου που για ‘μένα ήταν χειρότερα νεκροί απ’ τη γιαγιά μου: ζωντανοί χωρίς εμένα.
Η άφιξη στην Αθήνα δεν ήταν επιστροφή. Η άφιξη στην Αθήνα ήταν ο θάνατος του Λουξεμβούργου. Όλα είχαν γίνει στάχτη.
⁂
Θα μπορούσε να βρει λύση για να μην χάσω τους φίλους μου. Θα μπορούσε να μείνει εκεί και να επιμείνει, να αγωνιστεί, να βρει συμμάχους, να παλέψει, να επιβιώσει σε εχθρικό περιβάλλον, να το ανατρέψει. Θα μπορούσε να μείνει εκεί και να πολεμήσει.
⁂
Η ατμόσφαιρα είναι αποβρόχι και η αίσθηση υγρασίας γλυκιά στη μυρωδιά γρασιδιού και άνοιξης που έχει. Όλα τα παιδιά φοράνε τα καλά τους. Έχουμε συναθροιστεί έξω απ’ το μικρό κτίριο. Είναι Κυριακή, μετά τη Λειτουργία. Κυνηγιόμαστε και παίζουμε. Έχουμε μεταλάβει. Η εκκλησία είναι ένα μικρό διαμέρισμα στον δεύτερο του μικρού κτιρίου. Οι μεγάλοι συζητούν αφηρημένα. Φοράνε τα καλά τους όπως και ‘μεις. Μια ξεφυτρωμένη και μικρή ελληνική κοινότητα στην Κεντρική Ευρώπη.
Πλησιάζει χαμογελαστός ο μπαμπάς. Πάντα βαριόταν την εκκλησία και δεν κρύβει τη χαρά του που τελείωσε! Μας μαζεύει. Ήρθε η ώρα για σκάκι, λέει ενθουσιασμένος. Θα πάμε μαζί στο μάθημα στη λέσχη, και θα παίξουμε μαζί, μαθαίνοντας απ’ τον μόνο Έλληνα που ξέρει καλό σκάκι στο Λουξεμβούργο, εκεί σίγουρα ο μπαμπάς δεν βαριέται, το λατρεύει το σκάκι. Η Κυριακή είναι όμορφη. Έχουμε μόλις μεταλάβει σώμα Χριστού· και δοκιμάζουμε ανοίγματα με τον μπαμπά μας.
⁂
Αχαρνών, δέκα το πρωί. Ηλιόλουστη καθημερινή. Ένα νεαρό ζευγάρι καθισμένο μέσα σ’ ένα φθηνό αμερικάνικο αμάξι, αυγό ή ίσως κουβαδάκι, χασκογελάει, κάνει χαρές σ’ ένα νεογέννητο στην πίσω θέση, λουσμένο από αγάπη. Πιο ‘κει στο μπαλκόνι, μία καμπούρα τουλάχιστον ογδόντα ετών τρίβει τη γλάστρα, μ’ ένα λάστιχο στο χέρι. Εγώ καθισμένος στο αμάξι πηγαίνοντας στη δουλειά, ακούγοντας Μπομπ Ντίλαν, σκαλίζω τη μύτη μου.
⁂
Πρώτα ζεις και μετά αποφασίζεις ότι έζησες.
⁂
Ακούω το κλειδί να γυρνάει και ‘κείνον να κουβαλάει τσάντες ψώνια. Σαν να με χτύπησε ηλεκτρισμός πετάγομαι απ’ τον καναπέ που ξάπλωνα με βιβλίο ή gameboy. Χοροπηδάω από ενθουσιασμό και χειροκροτώ. Γελάει, πάμε μαζί στην κουζίνα. Βλέπω τις σακούλες να αδειάζουν ενώ γεμίζει το ψυγείο. Ένα λογότυπο κάκτου.
Περνάνε λίγες στιγμές, μέχρι που το βρίσκει μέσα στις σακούλες που άδειαζε· παίρνει κουτάλι, μου δίνει και ‘μένα ένα. Τρώμε μαζί. Κάθε βδομάδα το τυρογλυκό.
⁂
Καμιά ενδιαφέρουσα σκέψη δεν υπήρχε ‘κείνο το βράδυ. Φτάσαμε λίγο αργησμένοι με τον Γιάννη, στα μισά που είχε φτάσει η Molyneaux το τραγούδι της, και στριμωχτήκαμε για να φτάσουμε μπροστά μπροστά. Ο κόσμος της συναυλίας ήταν τόσο απλός που δεν υπήρχε κάποια παρατήρηση μ’ ενδιαφέρον να γίνει περί αυτού. Ψιλοσπρώχνοντας για να ελιχθούμε χαιρετoύσαμε γνωστούς και φίλους που πετυχαίναμε· είναι όλοι εδώ για να δουν τη νέα παρουσίαση δίσκου του Θωμά, τραπεζικός υπάλληλος που τις νύχτες μεταμορφώνεται σε Metaman.
Βλέπουμε τον Αλέξανδρο Κυριλλίδη· του ζητάμε να μας πάρει ποτό μιας που πάει στο μπαρ. Ήταν απλώς η στιγμή· δεν θέλαμε να τον δεσμεύσουμε, και άλλωστε, δεν μας βρίσκει τελικά στο πλήθος, τα δίνει αλλού, ή τα πίνει ο ίδιος. Δεν πειράζει. Μας αρκεί που νιώθουμε τουλάχιστον ενίοτε την παρουσία του στον χώρο.
Η Molyneaux τελειώνει και δίνει τη σκηνή στον Metaman που βγαίνει σε στυλ Darude για να σώσει το ρέηβ απ’ τον εχθρό του. Τριγύρω κοιτάω στο κοινό. Όλοι μια αγκαλιά με τα κοιτάγματά τους, σαν να γνωρίζονται απ’ τα παλιά, όλοι. Ακόμα και αυτούς που δεν ξέρω, ξέρω. Χίλια άτομα θα ‘ναι ‘δώ. Όλοι γνωρίζονται αλυσιδωτά και συγκροτούν παρέα, ευρύτερα, παρέα.
Ο Θωμάς βαράει το άλμπουμ, αλλά απαλά. Σηκώνει έναν έναν τους μασκοφόρους εκδικητές του ρέηβ. Τους φίλους του που τραγουδούν τα κομμάτια του. Την Ταμπάσινα, τον Φωνόπτικον, τη Molyneaux, τη Sci-fi River, τον ποιητή που ‘γράψε τα «Ναυάγια»· εναλλάσσει έτσι τους ήρωες του ρέηβ που ‘ναι κατά βάση φίλοι μας ή θα μπορούσαν να ‘ναι· και αυτό αρκεί, όπως θα ήταν να πει αυτός ο δίσκος, να σημαίνει αν μπορούσε, να φωνάξεις τους φίλους σου και να αντιταχθείτε στον Μοχθηρό· πολυανθρωπία, φωτογραφίες από τρυφερές στιγμές παρέας, φίλοι όλοι εφόσον θα μπορούσαν του Θωμά να είναι.
Τα κομμάτια του άλμπουμ παίζουν ένα ένα, ο Θωμάς συνεχώς κάποιον φέρνει στη σκήνη να συμμετέχει. Οι μασκοφόροι εκδικητές, οι φίλοι, ομότεχνοι και μη. Για ένα τραγούδι παίρνει τη σκηνή και η μαμά του, η Metamom. Η παρέα γίνεται οικογένεια.
Με τον Γιάννη λικνιζόμαστε χωρίς ενδιαφέρουσες σκέψεις στο κεφάλι. Χορεύουμε χωρίς αιτιάσεις, χωρίς να ζητάμε αποδείξεις. Το λάιβ ξεδιπλώνεται συντεταγμένα σαν αγκαλιά ή ανήκειν. Η μάχη κατά του μοχθηρού Δόκτορα Ρέηβ παίρνει μορφή.
Σηκώνει το λάβαρο ο Metaman. Βάζει μια μπότα. Χτυπάει μόνη της, σταθερή, σ’ επανάληψη. Βάζει μελωδία. Τη λουπάρει, τη δένει κόμπο πάνω στον ρυθμό. Φυσάει τη σάλπιγγα της μάχης. Πιάνει το μικρόφωνο. Του μιλάει: εμείς οι δύο θα γεράσουμε μαζί. Πλήγμα πρώτο για τον Δόκτορα.
Έναυσμα και κατεβαίνει απ’ τη σκηνή· αυτό ακόμα λουπάρει. Μοιράζει το μικρόφωνο. Ένας ένας, το πιάνουν, του ψιθυρίζουν και σαν να λένε μυστικό του εξομολογούνται, σκέφτονται κάποιον έρωτα πρώην και νυν, το δίνουν στον δίπλα, ραβδί, μοιράζονται το μυστικό, αυτό λουπάρει τις φωνές που τις κλέβει μία μία, φωνές που λένε το ίδιο, δένονται ενωμένες στον ρυθμό της μπότας, εμείς οι δύο θα γεράσουμε μαζί, και το δεύτερο πλήγμα στον Dr Rave κάνει αντήχηση, ο Θωμάς κοιτάει με προσμονή αλλά χωρίς ενδιαφέρον, το κοινό κοιτάει με φιλία αλλά χωρίς ενδιαφέρον, οι φασαίοι κοιτάνε μ’ ενδιαφέρον χωρίς ενδιαφέρον, ο Κυριλλίδης κοιτάει μεθυσμένος αλλά χωρίς ενδιαφέρον, ο Γιάννης κοιτάει σαν να ‘ναι μέλλον αλλά χωρίς ενδιαφέρον, εγώ κοιτάω με νοσταλγία αλλά χωρίς κανένα ενδιαφέρον.
Το μικρόφωνο έρχεται χέρι με χέρι πίσω στον Θωμά που γίνεται Metaman, μια αμφίσημη ανάκλαση, όλοι μας ακούμε τον απόηχο των φωνών μας, ευμενείς, σαν να τις κρατάει ο Δόκτορας στην παλάμη του και να τις χειρίζεται με ξόρκι, ενωμένες αλλά χωρίς αυτό να παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον, υπνωτισμένο, το κοινό ακούει συγκινημένο, σαν οικογένεια δεμένο, εμείς οι δύο θα γεράσουμε μαζί, μάχεται τη μοναξιά του, ακούει, μοιράζεται το μικρόφωνο και τη φωνή, λικνίζεται, επιστρέφει το μικρόφωνο, συγκινείται, δεν βρίσκει κάτι ενδιαφέρον, αυτοαναιρείται, ζωηρεύει, συγκρούεται με την παντοδυναμία του Δόκτορα, σπάει την αποξένωση, ψιθυρίζει τον στίχο αλλά τον χρωματίζει, εμείς οι δύο θα γεράσουμε μαζί, και λοιπόν, ανθρώπινες φωνές επαναλαμβάνονται στο ηχείο αλλά όλοι οι άνθρωποι σιωπούμε σ’ αδιαφορία, νικάμε τον Δόκτορα σιωπώντας, το μικρόφωνο πίσω στο χέρι του Θωμά, τον κοιτούμε και σιωπούμε, δεν ενδιαφερόμαστε, συγκινούμαστε, σιωπούμε, μιλάει το μηχάνημα για ‘μάς και ‘χει τη φωνή μας, την έκλεψε, την παραδώσαμε στη μάχη και τώρα μας μένει η σιωπή, δεν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον να ειπωθεί, τίποτα απολύτως, όχι τούτο το βράδυ.
Ο Δόκτωρ πέφτει στο κενό. Τον σπρώχνουμε ζώντας κάθε μέρα. Μιλώντας σε σιωπή. Θα γεράσουμε, εμείς οι δύο, μαζί. Όλοι μας ‘δω διατηρούμε ζωντανή τη συνταγή.